- κύκλωθεν
- κύκλ-ωθεν, late form for κυκλόθεν (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύκλωθεν — (Α) (μτγν. τ.) βλ. κυκλόθεν. [ΕΤΥΜΟΛ. κύκλω θεν αντί κυκλό θεν*, πιθ. κατ επίδρασιν τών ἔσω θεν, πόρρω θεν κ.λπ.] … Dictionary of Greek
κυκλωθέν — κυκλόω encircle aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλωθεν — κυκλόω encircle aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικύκλωθεν — Α επίρρ. από όλες τις πλευρές, κυκλικά, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κύκλωθεν] … Dictionary of Greek